- ἀναφλέγει
- ἀναφλέγωlight uppres ind mp 2nd sgἀναφλέγωlight uppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άφλεκτος — η, ο (AM ἄφλεκτος, ον) αυτός που δεν φλέγεται νεοελλ. αυτός που δεν είναι δυνατόν να αναφλεγεί αρχ. ο αμαγείρευτος … Dictionary of Greek
αφλογιστία — η το να μην αναφλεγεί καψούλι ή γόμωση όπλου παρά την πυροδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφλόγιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
πυρείο — το / πυρεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Α νεοελλ. τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο τού οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτο μσν. αρχ. 1. (στον… … Dictionary of Greek
σπίρτο — το, Ν 1. τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι στο ένα άκρο τού οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, το πυρείο 2. (κν. ονομ.) α) απόσταγμα οίνου, οινόπνευμα β) ποτό που… … Dictionary of Greek
φλογιστός — ή, ό / φλογιστός, ή, όν, ΝΑ [φλογίζω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το φλογιστό χημ. υποθετικό ρευστό, συστατικό κάθε καύσιμης ουσίας, το οποίο, σύμφωνα με την ξεπερασμένη φλογιστική θεωρία τού 17ου αιώνα, ενυπάρχει ως ένωση σε όλα τα σώματα που… … Dictionary of Greek
ατμοπυράκτωση — Σύστημα φωτισμού των φάρων, με το οποίο παράγεται έντονο φως από τη λευκοπύρωση ειδικού μεταξωτού κατασκευάσματος με ατμούς πετρελαίου, που έχουν αναφλεγεί. Το σύστημα α. πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική υπηρεσία φάρων το 1924 … Dictionary of Greek
Γκόλντσμιτ, Χανς — (Hans Goldschmidt, Βερολίνο 1861 – Μπάντεν Μπάντεν 1923). Γερμανός χημικός και βιομήχανος. Υπήρξε διευθυντής εργοστασίων στο Βερολίνο και μετά στο Έσεν. Έγινε γνωστός από την ανακάλυψη της αργιλοθερμικής μεθόδου, την οποία εφάρμοσε στην… … Dictionary of Greek
υγρόν πυρ — Εμπρηστικό μείγμα από διάφορες ουσίες, όπως πίσσα, θειάφι, ρετσίνι, νάφθα, νίτρο, που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί εναντίον πλοίων, πολεμικών μηχανών και στρατιωτικών συγκεντρώσεων. Οι παλαιότερες πληροφορίες ιστορικών και χρονογράφων είναι… … Dictionary of Greek